- δικαιοσύνη
- Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο-πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι διαμόρφωσαν και τον πρώτο ορισμό που επικρατεί και χρησιμοποιείται έως σήμερα. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, που αποδίδεται στον Ουλπιανό (2ος-3ος αι. μ.Χ.) «δ. είναι η διαρκής και σταθερή θέληση να απονέμεται στον καθένα ό,τι του ανήκει» (Justitia est constans et perpetua voluntas jus suum quique tribuendi). Η σημερινή χρήση του όρου περιορίζεται συνήθως στη φράση απονέμειν εκάστω το προσήκον (η απονομή, δηλαδή, στον καθένα αυτού που του ανήκει). Έτσι περιορίζεται και η έρευνα στο ερώτημα ποιο είναι «το προσήκον για τον καθένα», το οποίο συνδέεται με τα κοινωνικά συστήματα και τις διάφορες θεωρίες περί δικαίου. Ο αρχικός ορισμός περιείχε και το στοιχείο της θέλησης, και μάλιστα της συγκεκριμένης (διαρκούς και σταθερής) θέλησης, που αποτελούσε και μια δεοντολογική κριτική βάση της εξουσίας απονομής. Είναι γεγονός ότι η δ., στη νομική της έννοια, προϋποθέτει εξουσιαστική δύναμη και διακρίνει τον απονέμοντα (ηγεμόνα, κυρίαρχο ή σύγχρονο δημοκρατικό κράτος) και τον δικαιούμενο (εξουσιαζόμενο πολίτη ή ομάδα πολιτών). Ένας άλλος, μεταγενέστερος και πιο πρακτικός ορισμός υποδηλώνει σαφέστερα την εξουσιαστική λειτουργία της δ.: «τάσσειν με ων ποιητέον, απαγορεύειν δε ων ου ποιητέον» (επιβάλλει όσα πρέπει να γίνονται και απαγορεύει όσα δεν πρέπει να γίνονται).
Σε αντιδιαστολή με την αδικία, η δ. έχει περισσότερο ηθική παρά νομική σημασία. Ωστόσο, η αφετηρία της έννοιας της δ. ήταν ηθική και βαθιά ωφελιμιστική και η εξέλιξή της διατήρησε τον πρώτο πυρήνα αυτής της έννοιας. Γενικά, δ. θεωρήθηκε ο σεβασμός σε κάθε κανόνα (γραπτό ή άγραφο) που καθορίζει πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι μεταξύ τους· η δ. ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
Υπάρχει μία διαφορά ανάμεσα στη διαμορφωμένη δ. (στους κανόνες, δηλαδή, που έχουν διαμορφωθεί με βάση τους διάφορους παράγοντες που έχουν επιδράσει) και στη δ. που θα έπρεπε να εφαρμόζεται. Ο Πλάτων, στην Πολιτεία, κατατάσσει τη δ. μεταξύ των τεσσάρων βασικών αρετών (δ., εγκράτεια, σοφία, ανδρεία), στον Πολιτικόυποστηρίζει ότι θα ήταν καλύτερα να κυβερνά η σοφία παρά ο νόμος, γιατί ο τελευταίος δεν μπορεί να περιλάβει με πληρότητα ό,τι είναι το ευγενέστερο και δικαιότερο για όλους και επομένως δεν μπορεί να επιβάλει το καλύτερο. Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά διακρίνει τη δ. σε φυσική και σε συμβατική. Χαρακτηρίζει την πρώτη οικουμενική και τη δεύτερη ιδιόρρυθμη κατά πολιτείες. Οι στωικοί πίστευαν ότι η δ. μπορεί να διατυπωθεί με τον λόγο και ότι είναι υπέρτερη από το θετικό και το εθιμικό δίκαιο. Η φυσική δ. είναι θεϊκή και αναλλοίωτη και σε αυτή, κατά τους υποστηρικτές της, οφείλει να προσαρμόζεται το θετικό δίκαιο. Η δ. σύμφωνα με τους στωικούς, αντίθετα με τη δ. όπως περιγράφεται από τον Πλάτωνα, αντιμετωπίζει όλους τους ανθρώπους ως ίσους. Για τους Έλληνες φιλοσόφους, η φύση της δ. εμπεριείχε τόσο την ηθική όσο και τη νομική της έννοια. Το ηθικόν δεν διαχωριζόταν από το πολιτικόν και ο νόμος έπρεπε να είναι σύμφωνος με τη φύση· να μιμείται το φυσικό δίκαιο, να απονέμει δηλαδή στον καθένα το «κατά την αξίαν αυτού». Οι πρώτοι που αμφισβήτησαν αυτή την απόλυτη θέση ήταν οι σοφιστές. Σύμφωνα με αυτούς, η δ. είναι έννοια συμβατική. «Αλλότριον αγαθόν, πλεονέκτημα του άρχοντος και ζημία του εις αυτόν πειθαρχούντος». Κατά τον Θρασύμμαχο, δ. είναι «το του κρείττονος και άρχοντος ξυμφέρον». Επίσης, κατά τον σοφιστή Αρχέλαο, «το δίκαιον και το αισχρόν, ου φύσει αλλά νόμω».
Οι Ρωμαίοι νομικοί συνέθεσαν όλες τις προηγούμενες αντιλήψεις και διδασκαλίες, ενώ στις εισηγήσεις (institutiones) του Ιουστινιανού είναι σαφής η διάκριση ανάμεσα στο jus naturale (το φυσικό δίκαιο) και το jus gentium (το κοινό δίκαιο για όλους τους λαούς). Έτσι μπορούσαν να δικαιολογούνται θεσμοί όπως η δουλεία, παρά την αντίθεσή τους στη φυσική δ. Την ιδέα της φυσικής δ. υιοθέτησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας και τη διατηρούν ακόμα πολλοί επιστήμονες και πολλά ευρωπαϊκά δίκαια.
Αργότερα, η αντίληψη της φυσικής δ. αμφισβητήθηκε και στη θέση της διατυπώθηκαν άλλες θεωρίες, όπως για παράδειγμα του Χομπς, ο οποίος θεωρούσε τη δ. ως υποταγή σε έναν ανώτερο που έχει τη δύναμη να επιβληθεί, του Χιουμ και γενικότερα της ωφελιμιστικής σχολής, που στήριζε την έννοια της δ. στο κοινό συμφέρον και στην κοινωνική ανάγκη. Κατά τη θεωρία αυτή, για να είναι δίκαιος ένας κανόνας, πρέπει να περιέχει μία επιταγή και μία κύρωση.
Κατά καιρούς έχουν υποστηριχθεί και διάφορες άλλες παραπλήσιες θεωρίες, καθώς και νεότερες απόψεις που κατατάσσονται στη ρεαλιστική σχολή σκέψης. Κατά τη μαρξιστική θεωρία, το δίκαιο και η δ. εκφράζουν τη θέληση της άρχουσας τάξης, στην υπηρεσία της οποίας βρίσκονται τα όργανα του κράτους· η οικονομική δομή της κοινωνίας καθορίζει το νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, στο οποίο αντιστοιχούν οι κοινωνικές μορφές συνείδησης.
* * *και δικιοσύνη, η (AM δικαιοσύνη) [δίκαιος]1. η ιδιότητα, ο χαρακτήρας τού δικαίου2. η απονομή τού δικαίου3. εκκλ. «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» — ο Χριστόςμσν.- νεοελλ.το σύνολο τών εκπροσώπων τής δικαστικής εξουσίας, οι δικαστέςαρχ.1. το έργο τού δικαστή2. η εκπλήρωση τού νόμου (ειδ. τού μωσαϊκού)3. η προσωποποιημένη έννοια τού δικαίου, ως θεά4. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός5. δίκαιη πράξη6. πληθ. δικαιοσύναιδικαιώματα.
Dictionary of Greek. 2013.